κυτταρόμαλλο

κυτταρόμαλλο
το
χημ. το τεχνητό έριο, αλλ. τσελβόλ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσελβόλ(ε) — το, Ν άκλ. (χημ. τεχνολ.) εμπορική ονομασία μιας, γερμανικής προέλευσης, τεχνητής υφαντικής ύλης η οποία έχει ως βάση την κυτταρίνη, γνωστή και ως κυτταρόμαλλο, επειδή αποτελεί υποκατάστατο τού μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Zellwolle < Zelle… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”